- ἀνάδεμα
- ἀναδέσμηband for women's hairneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανάδεμα — το το να ανακατεύει κανείς κάτι: Σταμάτησε σε παρακαλώ το ανάδεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάδεμα — το, [ἀναδεύω] 1. ανακίνηση, ανακάτεμα, ανάδευση 2. (για το αλεύρι) αυτό που αναδεύτηκε, που ζυμώθηκε … Dictionary of Greek
αναδεύω — (Α ἀναδεύω) αναμιγνύω, ανακατεύω, αναταράσσω νεοελλ. 1. ζυμώνω πολύ, ανακατεύω κάτι (πηλό, ζύμη κ.λπ.) 2. κινώ, ανασκαλεύω 3. (αμτβ.) κινούμαι στον ίδιο τόπο, συσπειρώνομαι, ανασαλεύω (π. χ. το παιδί στην κοιλιά τής μάνας) αρχ. υγραίνω, βρέχω,… … Dictionary of Greek
ανάδεσμος — ανάδεσμος, ο και ανάδημα, το και ανάδεμα, το ταινία για το δέσιμο των μαλλιών των γυναικών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναδευτήρας — ο εργαλείο με το οποίο γίνεται το ανάδεμα, το ανακάτεμα (ιδιαίτερα στη μεταλλουργία) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)